- πανιερότης
- η церк.:
η αυτού πανιερότης — его преосвященство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η αυτού πανιερότης — его преосвященство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανιερότητα — η / πανιερότης, ητος, ΝΜ [πανίερος] 1. η ιδιότητα τού πανίερου 2. τιμητικός τίτλος μητροπολίτη ή επισκόπου τής Ορθόδοξης Εκκλησίας … Dictionary of Greek
πιανιερότης — Το να είναι κάποιος πανίερος. Τίτλος επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας: «η αυτού πανιερότης» … Dictionary of Greek